εξακριβωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξακριβωτικός < εξακριβώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
εξακριβωτικός, -ή, -ό
- που χρησιμεύει στην εξακρίβωση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εξακριβώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξακριβωτικός
|