Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαγριωτικός η εξαγριωτική το εξαγριωτικό
      γενική του εξαγριωτικού της εξαγριωτικής του εξαγριωτικού
    αιτιατική τον εξαγριωτικό την εξαγριωτική το εξαγριωτικό
     κλητική εξαγριωτικέ εξαγριωτική εξαγριωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαγριωτικοί οι εξαγριωτικές τα εξαγριωτικά
      γενική των εξαγριωτικών των εξαγριωτικών των εξαγριωτικών
    αιτιατική τους εξαγριωτικούς τις εξαγριωτικές τα εξαγριωτικά
     κλητική εξαγριωτικοί εξαγριωτικές εξαγριωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγριωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εξαγριωτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία