εντεροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εντεροσκόπιο | τα | εντεροσκόπια |
γενική | του | εντεροσκόπιου & εντεροσκοπίου |
των | εντεροσκόπιων & εντεροσκοπίων |
αιτιατική | το | εντεροσκόπιο | τα | εντεροσκόπια |
κλητική | εντεροσκόπιο | εντεροσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεροσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enteroscope < αρχαία ελληνική ἔντερον + σκοπέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντεροσκόπιο θηλυκό
- (ιατρική) όργανο με το οποίο γίνεται η εντεροσκόπηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεροσκόπιο