εννοιοδιάγραμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εννοιοδιάγραμμα < έννοι(α) + -ο- + διάγραμμα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conceptual diagram
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ni.oˈði̯a.ɣɾa.ma/ & /e.ni.oˈðʝa.ɣɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νοι‐ο‐διά‐γραμ‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εννοιοδιάγραμμα ουδέτερο
- διάγραμμα παρουσίασης εννοιών και των σχέσεων μεταξύ τους
Μεταφράσεις επεξεργασία
εννοιοδιάγραμμα