ενθετική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενθετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ενθετικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενθετική θηλυκό
- (τέχνη) η τέχνη της διακόσμησης με την καλαίσθητη ένθεση διάφορων υλικών (πολύτιμων λίθων, μεταλλικών κομματιών κ.λπ.) σε επιφάνειες
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενθετική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαενθετική