Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοσυζυγικός η ενδοσυζυγική το ενδοσυζυγικό
      γενική του ενδοσυζυγικού της ενδοσυζυγικής του ενδοσυζυγικού
    αιτιατική τον ενδοσυζυγικό την ενδοσυζυγική το ενδοσυζυγικό
     κλητική ενδοσυζυγικέ ενδοσυζυγική ενδοσυζυγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοσυζυγικοί οι ενδοσυζυγικές τα ενδοσυζυγικά
      γενική των ενδοσυζυγικών των ενδοσυζυγικών των ενδοσυζυγικών
    αιτιατική τους ενδοσυζυγικούς τις ενδοσυζυγικές τα ενδοσυζυγικά
     κλητική ενδοσυζυγικοί ενδοσυζυγικές ενδοσυζυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοσυζυγικός < ενδο- + συζυγικός

  Επίθετο επεξεργασία

ενδοσυζυγικός, -ή, -ό

  • που αφορά τους συζύγους, την μεταξύ τους ζωή

  Μεταφράσεις επεξεργασία