Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοσυζυγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοσυζυγικ
ός
η
ενδοσυζυγικ
ή
το
ενδοσυζυγικ
ό
γενική
του
ενδοσυζυγικ
ού
της
ενδοσυζυγικ
ής
του
ενδοσυζυγικ
ού
αιτιατική
τον
ενδοσυζυγικ
ό
την
ενδοσυζυγικ
ή
το
ενδοσυζυγικ
ό
κλητική
ενδοσυζυγικ
έ
ενδοσυζυγικ
ή
ενδοσυζυγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοσυζυγικ
οί
οι
ενδοσυζυγικ
ές
τα
ενδοσυζυγικ
ά
γενική
των
ενδοσυζυγικ
ών
των
ενδοσυζυγικ
ών
των
ενδοσυζυγικ
ών
αιτιατική
τους
ενδοσυζυγικ
ούς
τις
ενδοσυζυγικ
ές
τα
ενδοσυζυγικ
ά
κλητική
ενδοσυζυγικ
οί
ενδοσυζυγικ
ές
ενδοσυζυγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοσυζυγικός
<
ενδο-
+
συζυγικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοσυζυγικός, -ή, -ό
που αφορά τους συζύγους, την μεταξύ τους ζωή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοσυζυγικός