↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδομητρίωση οι ενδομητριώσεις
      γενική της ενδομητρίωσης* των ενδομητριώσεων
    αιτιατική την ενδομητρίωση τις ενδομητριώσεις
     κλητική ενδομητρίωση ενδομητριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδομητριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδομητρίωση < ενδομήτριο + -ωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενδομητρίωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία