Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενδοθηλιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενδοθηλιακ
ός
η
ενδοθηλιακ
ή
το
ενδοθηλιακ
ό
γενική
του
ενδοθηλιακ
ού
της
ενδοθηλιακ
ής
του
ενδοθηλιακ
ού
αιτιατική
τον
ενδοθηλιακ
ό
την
ενδοθηλιακ
ή
το
ενδοθηλιακ
ό
κλητική
ενδοθηλιακ
έ
ενδοθηλιακ
ή
ενδοθηλιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενδοθηλιακ
οί
οι
ενδοθηλιακ
ές
τα
ενδοθηλιακ
ά
γενική
των
ενδοθηλιακ
ών
των
ενδοθηλιακ
ών
των
ενδοθηλιακ
ών
αιτιατική
τους
ενδοθηλιακ
ούς
τις
ενδοθηλιακ
ές
τα
ενδοθηλιακ
ά
κλητική
ενδοθηλιακ
οί
ενδοθηλιακ
ές
ενδοθηλιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενδοθηλιακός
<
ενδοθήλιο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
ενδοθηλιακός
που έχει
σχέση
με το
ενδοθήλιο
ή αναφέρεται σ' αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
ενδοθήλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενδοθηλιακός