εμψυχωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εμψυχωτής < εμψυχώ(νω) + -τής
- για τη σημασία «επαγγελματίας που εμψυχώνει» < → λείπει η ετυμολογία
- για τον «επαγγελματία που οργανώνει πάρτι» < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.psi.xoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐ψυ‐χω‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμψυχωτής αρσενικό (θηλυκό εμψυχώτρια)
- αυτός που εμψυχώνει, που δίνει θάρρος
- (νεολογισμός, επάγγελμα) επαγγελματίας που εμψυχώνει και ευαισθητοποιεί ανθρώπους ή ομάδες ώστε να πετύχουν ένα στόχο που έχουν βάλει. Ιδιαίτερα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
- (νεολογισμός, επάγγελμα) οργανώνει δραστηριότητες σε πάρτι / κοινωνικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα για παιδιά