εμφύτευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφύτευση | οι | εμφυτεύσεις |
γενική | της | εμφύτευσης* | των | εμφυτεύσεων |
αιτιατική | την | εμφύτευση | τις | εμφυτεύσεις |
κλητική | εμφύτευση | εμφυτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφυτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμφύτευση < ελληνιστική κοινή ἐμφύτευσις < ἐμφυτεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμφύτευση θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφυτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμφύτευση