Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
implantation implantations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

implantation (fr) θηλυκό

  1. η εγκατάσταση σε έναν τόπο
  2. η εμφύτευση