Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμποροδικείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εμποροδικεί
ο
τα
εμποροδικεί
α
γενική
του
εμποροδικεί
ου
των
εμποροδικεί
ων
αιτιατική
το
εμποροδικεί
ο
τα
εμποροδικεί
α
κλητική
εμποροδικεί
ο
εμποροδικεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμποροδικείο
<
εμπορο-
+
-δικείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμποροδικείο
ουδέτερο
(
νομικός όρος
)
δικαστήριο
το οποίο
εκδικάζει
εμπορικές
διαφορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμποροδικείο