Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβρυωρός οι εμβρυωροί
      γενική του εμβρυωρού των εμβρυωρών
    αιτιατική τον εμβρυωρό τους εμβρυωρούς
     κλητική εμβρυωρέ εμβρυωροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβρυωρός < έμβρυο + -ωρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβρυωρός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία