εμβρυωρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμβρυωρός αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που με δικαστική απόφαση ορίζεται να προσέχει και να φροντίζει κάποιο έμβρυο και τα δικαιώματά του κατά την περίοδο της κυοφορίας του, αν πεθάνει ο φυσικός πατέρας του εμβρύου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμβρυωρός
|