ελουβιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/?/
Ετυμολογία el
επεξεργασίαελουβιακός, -ή, -ό < αγγλικά: eluvial < λατινικά: eluvium
Επίθετο
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαπροτιμάται η μορφή ελούβιος
/?/
ελουβιακός, -ή, -ό < αγγλικά: eluvial < λατινικά: eluvium
προτιμάται η μορφή ελούβιος