↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελουβιακός η ελουβιακή το ελουβιακό
      γενική του ελουβιακού της ελουβιακής του ελουβιακού
    αιτιατική τον ελουβιακό την ελουβιακή το ελουβιακό
     κλητική ελουβιακέ ελουβιακή ελουβιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελουβιακοί οι ελουβιακές τα ελουβιακά
      γενική των ελουβιακών των ελουβιακών των ελουβιακών
    αιτιατική τους ελουβιακούς τις ελουβιακές τα ελουβιακά
     κλητική ελουβιακοί ελουβιακές ελουβιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el

επεξεργασία

ελουβιακός, -ή, -ό < αγγλικά: eluvial < λατινικά: eluvium

  Επίθετο

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

προτιμάται η μορφή ελούβιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία