ελευσίνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελευσίνιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἐλευσίνιος
Επίθετο επεξεργασία
ελευσίνιος, α, -α
- που έχει σχέση με την Ελευσίνα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- Ελευσίνια
- Ελευσίνια Μυστήρια
- Ελευσίνιος
- → και δείτε τη λέξη Ελευσίνα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελευσίνιος
|