↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαφρόποινος η ελαφρόποινη το ελαφρόποινο
      γενική του ελαφρόποινου της ελαφρόποινης του ελαφρόποινου
    αιτιατική τον ελαφρόποινο την ελαφρόποινη το ελαφρόποινο
     κλητική ελαφρόποινε ελαφρόποινη ελαφρόποινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαφρόποινοι οι ελαφρόποινες τα ελαφρόποινα
      γενική των ελαφρόποινων των ελαφρόποινων των ελαφρόποινων
    αιτιατική τους ελαφρόποινους τις ελαφρόποινες τα ελαφρόποινα
     κλητική ελαφρόποινοι ελαφρόποινες ελαφρόποινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαφρόποινος < ελαφρός + ποινή

  Επίθετο

επεξεργασία

ελαφρόποινος

  • αυτός που έχει καταδικαστεί με ελαφριά ποινή
    ※  Ἐκ τοῦ σωφρονιστηρίου Κερκύρας ἀπέδρα προχθὲς τὴν νύκτα ὁ ἐλαφρόποινος κατάδικος Εὐστάθιος Γκολαίνας.
    ―Νέα Εφημερίς Αρ.189, 8 Ιουλίου 1889

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία