ελαφρόποινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαελαφρόποινος
- αυτός που έχει καταδικαστεί με ελαφριά ποινή
- ※ Ἐκ τοῦ σωφρονιστηρίου Κερκύρας ἀπέδρα προχθὲς τὴν νύκτα ὁ ἐλαφρόποινος κατάδικος Εὐστάθιος Γκολαίνας.
- ―Νέα Εφημερίς Αρ.189, 8 Ιουλίου 1889
- ※ Ἐκ τοῦ σωφρονιστηρίου Κερκύρας ἀπέδρα προχθὲς τὴν νύκτα ὁ ἐλαφρόποινος κατάδικος Εὐστάθιος Γκολαίνας.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαφρόποινος