εκτροχιαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτροχιαστής < εκτροχιάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκτροχιαστής αρσενικό
- μηχανισμός που μετατοπίζει την αλυσίδα ενός ποδηλάτου από τον έναν δίσκο ταχυτήτων σε άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτροχιαστής