↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτατότητα οι εκτατότητες
      γενική της εκτατότητας των εκτατοτήτων
    αιτιατική την εκτατότητα τις εκτατότητες
     κλητική εκτατότητα εκτατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτατότητα < εκτατ(ός) + -ότητα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ktaˈto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτα‐τό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκτατότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του εκτατού
    ※  Η ιδιότητα αυτή -ελαστικότητα- είναι συνάρτηση της αντοχής και της εκτατό­τητας της γλουτένης. Αντοχή είναι η αντίστασή της στη διατήρηση του σχή­ματος, ενώ εκτατότητα είναι η ικανότητά της για επιμήκυνση μέχρι τη ρήξη της. Καλύ­τερης ποιότητας θεωρούνται οι γυαλιστερές και ανοιχτόχρωμες γλουτένες, με μεγάλη αντοχή και εκτατότητα (μεγάλη ελαστικότητα).
    Δημήτρης Μποσδίκος, Οι πρωτεΐνες των αλεύρων & ο ρόλος τους στην αρτοποίηση, bakery-pastry.gr, 5 Ιουνίου 2019

  Μεταφράσεις

επεξεργασία