εκλογολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκλογολογία θηλυκό
- (πολιτική) η μελέτη των αποτελεσμάτων των εκλογών και της εκλογικής συμπεριφοράς διαχρονικά, με βάση τη στατιστική ανάλυσή τους
- το να μιλά διαρκώς κάποιος για εκλογές, ή να τις επιδίωκει έμπρακτα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλογολογία