Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλογολογία οι εκλογολογίες
      γενική της εκλογολογίας των εκλογολογιών
    αιτιατική την εκλογολογία τις εκλογολογίες
     κλητική εκλογολογία εκλογολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκλογολογία < εκλογ(ή) + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκλογολογία θηλυκό

  1. (πολιτική) η μελέτη των αποτελεσμάτων των εκλογών και της εκλογικής συμπεριφοράς διαχρονικά, με βάση τη στατιστική ανάλυσή τους
  2. το να μιλά διαρκώς κάποιος για εκλογές, ή να τις επιδίωκει έμπρακτα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία