↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκλαμπρότατος η εκλαμπρότατη το εκλαμπρότατο
      γενική του εκλαμπρότατου της εκλαμπρότατης του εκλαμπρότατου
    αιτιατική τον εκλαμπρότατο την εκλαμπρότατη το εκλαμπρότατο
     κλητική εκλαμπρότατε εκλαμπρότατη εκλαμπρότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκλαμπρότατοι οι εκλαμπρότατες τα εκλαμπρότατα
      γενική των εκλαμπρότατων των εκλαμπρότατων των εκλαμπρότατων
    αιτιατική τους εκλαμπρότατους τις εκλαμπρότατες τα εκλαμπρότατα
     κλητική εκλαμπρότατοι εκλαμπρότατες εκλαμπρότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλαμπρότατος < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική illustrissimo

  Επίθετο

επεξεργασία

εκλαμπρότατος, -η, -ο

  • (προσφώνηση) χρησιμοποιείται ως τιμητικός τίτλος για ανώτατους πολιτικούς άρχοντες και αρχιερείς, χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για οποιονδήποτε διάσημο άνθρωπο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία