↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκαμίνευση οι εκκαμινεύσεις
      γενική της εκκαμίνευσης* των εκκαμινεύσεων
    αιτιατική την εκκαμίνευση τις εκκαμινεύσεις
     κλητική εκκαμίνευση εκκαμινεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαμινεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκαμίνευση < εκκαμινεύ(ω) + -ση < καμίνι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκκαμίνευση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη καμίνι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία