Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκβουλγαρισμός οι εκβουλγαρισμοί
      γενική του εκβουλγαρισμού των εκβουλγαρισμών
    αιτιατική τον εκβουλγαρισμό τους εκβουλγαρισμούς
     κλητική εκβουλγαρισμέ εκβουλγαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκβουλγαρισμός < εκβουλγαρίζω (εκβουλγάρισ-) + -μός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.vul.ɣa.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐βουλ‐γα‐ρι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκβουλγαρισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία