εκατομμυριοστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκατομμυριοστός < εκατομμύριο
Αριθμητικό επεξεργασία
εκατομμυριοστός -ή -ό
- που κατέχει τη θέση με τον αριθμό ένα εκατομμύριο σε μια σειρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκατομμυριοστός
|