εισροϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εισροϊκός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που σχετίζεται, αφορά ή περιγράφει εισροή
Αντώνυμα επεξεργασία
- εκροϊκός
- αντιεισροϊκός (σπάνια ακαδημαϊκή χρήση: ο μη εισροϊκός που δεν είναι αναγκαστικά εκροϊκός)