ειρηνευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ειρηνευτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική εἰρηνευτής < αρχαία ελληνική εἰρηνεύω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ειρηνευτής αρσενικό (θηλυκό ειρηνεύτρια και λογοτεχνικό, ειρηνεύτρα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειρηνευτής
|