↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειρηνεύτρα οι ειρηνεύτρες
      γενική της ειρηνεύτρας
    αιτιατική την ειρηνεύτρα τις ειρηνεύτρες
     κλητική ειρηνεύτρα ειρηνεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ειρηνεύτρα < ειρηνευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ειρηνεύτρα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία