εικοσάεδρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εικοσάεδρο | τα | εικοσάεδρα |
γενική | του | εικοσάεδρου & εικοσαέδρου |
των | εικοσάεδρων & εικοσαέδρων |
αιτιατική | το | εικοσάεδρο | τα | εικοσάεδρα |
κλητική | εικοσάεδρο | εικοσάεδρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εικοσάεδρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικοσάεδρο ουδέτερο