εικονοκλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικονοκλαστικός < εικονοκλάστης / εικονοκλασία + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
εικονοκλαστικός
- που έχει σχέση με τον εικονοκλάστη ή την εικονοκλασία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εικονοκλάστης, εικόνα και κλάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικονοκλαστικός
|