Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγνωσμένος η εγνωσμένη το εγνωσμένο
      γενική του εγνωσμένου της εγνωσμένης του εγνωσμένου
    αιτιατική τον εγνωσμένο την εγνωσμένη το εγνωσμένο
     κλητική εγνωσμένε εγνωσμένη εγνωσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγνωσμένοι οι εγνωσμένες τα εγνωσμένα
      γενική των εγνωσμένων των εγνωσμένων των εγνωσμένων
    αιτιατική τους εγνωσμένους τις εγνωσμένες τα εγνωσμένα
     κλητική εγνωσμένοι εγνωσμένες εγνωσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγνωσμένος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

εγνωσμένος, -η, -ο

  • του οποίου η αξία αναγνωρίζεται από όλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία