εγκλείστρα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγκλείστρα < ελληνιστική κοινή ἐγκλείστρα < ἔγκλειστος < αρχαία ελληνική ἐγκλείω < ἐν + κλείω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγκλείστρα θηλυκό
- (λόγιο) (θρησκεία) σπήλαιο ή άλλος περίκλειστος χώρος ή ερημητήριο, στο οποίο μονάζουν σε απομόνωση μοναχοί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κλείνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εγκλείστρα