Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εγκαυματίας οι εγκαυματίες
      γενική του/της εγκαυματία των εγκαυματιών
    αιτιατική τον/την εγκαυματία τους/τις εγκαυματίες
     κλητική εγκαυματία εγκαυματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκαυματίας < (έγκαυμα) εγκαυματ- + -ίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.ɡav.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκαυ‐μα‐τί‐ας
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐καυ‐μα‐τί‐ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εγκαυματίας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία