εγγύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εγγύτερος | η | εγγύτερη | το | εγγύτερο |
γενική | του | εγγύτερου | της | εγγύτερης | του | εγγύτερου |
αιτιατική | τον | εγγύτερο | την | εγγύτερη | το | εγγύτερο |
κλητική | εγγύτερε | εγγύτερη | εγγύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εγγύτεροι | οι | εγγύτερες | τα | εγγύτερα |
γενική | των | εγγύτερων | των | εγγύτερων | των | εγγύτερων |
αιτιατική | τους | εγγύτερους | τις | εγγύτερες | τα | εγγύτερα |
κλητική | εγγύτεροι | εγγύτερες | εγγύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγγύτερος < συγκριτικός βαθμός από το εγγύς
Επίθετο
επεξεργασίαεγγύτερος, -η, -ο
- πιο κοντινός, κοντινότερος
- θα σταθμεύσουν στον εγγύτερο σταθμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγγύτερος
|