Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εβονίτης οι εβονίτες
      γενική του εβονίτη των εβονιτών
    αιτιατική τον εβονίτη τους εβονίτες
     κλητική εβονίτη εβονίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εβονίτης < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική ebonite [1] ή γαλλική ébonite < ebony < με απώτερη αρχή την αρχαία ελληνική ἔβενος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εβονίτης αρσενικό

  • (χημεία) μονωτικό υλικό μαύρου χρώματος και μεγάλης σκληρότητας που παράγεται από κατεργασία του καουτσούκ με θείο (βουλκανισμό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία