δωρόσημο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δωρόσημο | τα | δωρόσημα |
γενική | του | δωρόσημου & δωροσήμου |
των | δωρόσημων & δωροσήμων |
αιτιατική | το | δωρόσημο | τα | δωρόσημα |
κλητική | δωρόσημο | δωρόσημα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωρόσημο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωρόσημο
|