Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωδεκανησιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δωδεκανησιακ
ός
η
δωδεκανησιακ
ή
το
δωδεκανησιακ
ό
γενική
του
δωδεκανησιακ
ού
της
δωδεκανησιακ
ής
του
δωδεκανησιακ
ού
αιτιατική
τον
δωδεκανησιακ
ό
τη
δωδεκανησιακ
ή
το
δωδεκανησιακ
ό
κλητική
δωδεκανησιακ
έ
δωδεκανησιακ
ή
δωδεκανησιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δωδεκανησιακ
οί
οι
δωδεκανησιακ
ές
τα
δωδεκανησιακ
ά
γενική
των
δωδεκανησιακ
ών
των
δωδεκανησιακ
ών
των
δωδεκανησιακ
ών
αιτιατική
τους
δωδεκανησιακ
ούς
τις
δωδεκανησιακ
ές
τα
δωδεκανησιακ
ά
κλητική
δωδεκανησιακ
οί
δωδεκανησιακ
ές
δωδεκανησιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δωδεκανησιακός
<
Δωδεκάνησα
<
Δωδεκάνησος
Επίθετο
επεξεργασία
δωδεκανησιακός
σχετικός με τα
Δωδεκάνησα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δωδεκανησιακός
αγγλικά
:
Dodecanese
(en)