δωδεκαδακτυλοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δωδεκαδακτυλοσκόπηση < δωδεκαδάκτυλος + -ο- + -σκόπηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδωδεκαδακτυλοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η γαστροσκόπηση, ιδίως στην περιοχή του δωδεκαδακτύλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία δωδεκαδακτυλοσκόπηση
|