↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκαδάκτυλος η δωδεκαδάκτυλη το δωδεκαδάκτυλο
      γενική του δωδεκαδάκτυλου της δωδεκαδάκτυλης του δωδεκαδάκτυλου
    αιτιατική τον δωδεκαδάκτυλο τη δωδεκαδάκτυλη το δωδεκαδάκτυλο
     κλητική δωδεκαδάκτυλε δωδεκαδάκτυλη δωδεκαδάκτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκαδάκτυλοι οι δωδεκαδάκτυλες τα δωδεκαδάκτυλα
      γενική των δωδεκαδάκτυλων των δωδεκαδάκτυλων των δωδεκαδάκτυλων
    αιτιατική τους δωδεκαδάκτυλους τις δωδεκαδάκτυλες τα δωδεκαδάκτυλα
     κλητική δωδεκαδάκτυλοι δωδεκαδάκτυλες δωδεκαδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωδεκαδάκτυλος < δώδεκα + δάκτυλο

  Επίθετο

επεξεργασία

δωδεκαδάκτυλος, -η, -ο (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)

  1. που έχει δώδεκα δάκτυλα {και στα δύο χέρια)
  2. που έχει διάσταση δώδεκα δακτύλων, (συνεκδοχικά) ένα πόδι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία