↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκάωρος η δωδεκάωρη το δωδεκάωρο
      γενική του δωδεκάωρου της δωδεκάωρης του δωδεκάωρου
    αιτιατική τον δωδεκάωρο τη δωδεκάωρη το δωδεκάωρο
     κλητική δωδεκάωρε δωδεκάωρη δωδεκάωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκάωροι οι δωδεκάωρες τα δωδεκάωρα
      γενική των δωδεκάωρων των δωδεκάωρων των δωδεκάωρων
    αιτιατική τους δωδεκάωρους τις δωδεκάωρες τα δωδεκάωρα
     κλητική δωδεκάωροι δωδεκάωρες δωδεκάωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωδεκάωρος < δωδεκαωρία, δωδεκά- + -ωρος

  Επίθετο

επεξεργασία

δωδεκάωρος, -η, -ο (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)

  • ο σχετικός με δωδεκαωρία, ή που διαρκεί δώδεκα ώρες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία