δωδεκάωρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωδεκάωρος < δωδεκαωρία, δωδεκά- + -ωρος
Επίθετο επεξεργασία
δωδεκάωρος, -η, -ο (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)
- ο σχετικός με δωδεκαωρία, ή που διαρκεί δώδεκα ώρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωδεκάωρος
|