Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δωδεκάωρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δωδεκάωρο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δωδεκάωρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δωδεκάωρο