Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκάκωπος η δωδεκάκωπη το δωδεκάκωπο
      γενική του δωδεκάκωπου της δωδεκάκωπης του δωδεκάκωπου
    αιτιατική τον δωδεκάκωπο τη δωδεκάκωπη το δωδεκάκωπο
     κλητική δωδεκάκωπε δωδεκάκωπη δωδεκάκωπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκάκωποι οι δωδεκάκωπες τα δωδεκάκωπα
      γενική των δωδεκάκωπων των δωδεκάκωπων των δωδεκάκωπων
    αιτιατική τους δωδεκάκωπους τις δωδεκάκωπες τα δωδεκάκωπα
     κλητική δωδεκάκωποι δωδεκάκωπες δωδεκάκωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωδεκάκωπος < δώδεκα + κουπί

  Επίθετο επεξεργασία

δωδεκάκωπος, -η, -ο

  1. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) αυτός που φέρει ή κινείται με δώδεκα κουπιά (έξι ανά πλευρά)
    δωδεκάκωπος λέμβος

  Μεταφράσεις επεξεργασία