δωδεκάκωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δωδεκάκωπος, -η, -ο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) αυτός που φέρει ή κινείται με δώδεκα κουπιά (έξι ανά πλευρά)
- δωδεκάκωπος λέμβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωδεκάκωπος
|