↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκάγωνος η δωδεκάγωνη το δωδεκάγωνο
      γενική του δωδεκάγωνου της δωδεκάγωνης του δωδεκάγωνου
    αιτιατική τον δωδεκάγωνο τη δωδεκάγωνη το δωδεκάγωνο
     κλητική δωδεκάγωνε δωδεκάγωνη δωδεκάγωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκάγωνοι οι δωδεκάγωνες τα δωδεκάγωνα
      γενική των δωδεκάγωνων των δωδεκάγωνων των δωδεκάγωνων
    αιτιατική τους δωδεκάγωνους τις δωδεκάγωνες τα δωδεκάγωνα
     κλητική δωδεκάγωνοι δωδεκάγωνες δωδεκάγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δωδεκάγωνος < δώδεκα + γωνία

  Επίθετο

επεξεργασία

δωδεκάγωνος, -η, -ο (το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο)

  • αυτός που φέρει δώδεκα γωνίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία