δυσχρωματοψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσχρωματοψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyschromatopsie < δυσ- + αρχαία ελληνική χρῶμα + ὄψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσχρωματοψία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσχρωματοψία