Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσενδοκρινικός η δυσενδοκρινική το δυσενδοκρινικό
      γενική του δυσενδοκρινικού της δυσενδοκρινικής του δυσενδοκρινικού
    αιτιατική τον δυσενδοκρινικό τη δυσενδοκρινική το δυσενδοκρινικό
     κλητική δυσενδοκρινικέ δυσενδοκρινική δυσενδοκρινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσενδοκρινικοί οι δυσενδοκρινικές τα δυσενδοκρινικά
      γενική των δυσενδοκρινικών των δυσενδοκρινικών των δυσενδοκρινικών
    αιτιατική τους δυσενδοκρινικούς τις δυσενδοκρινικές τα δυσενδοκρινικά
     κλητική δυσενδοκρινικοί δυσενδοκρινικές δυσενδοκρινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσενδοκρινικός < δυσενδοκρινία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

δυσενδοκρινικός



  Μεταφράσεις επεξεργασία