δυσενδοκρινικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσενδοκρινικός < δυσενδοκρινία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδυσενδοκρινικός
- που έχει σχέση με την δυσενδοκρινία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσενδοκρινικός
|