ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δυσαγέστατος δυσαγεστάτη τὸ δυσαγέστατον
      γενική τοῦ δυσαγεστάτου τῆς δυσαγεστάτης τοῦ δυσαγεστάτου
      δοτική τῷ δυσαγεστάτ τῇ δυσαγεστάτ τῷ δυσαγεστάτ
    αιτιατική τὸν δυσαγέστατον τὴν δυσαγεστάτην τὸ δυσαγέστατον
     κλητική ! δυσαγέστατε δυσαγεστάτη δυσαγέστατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δυσαγέστατοι αἱ δυσαγέσταται τὰ δυσαγέστατ
      γενική τῶν δυσαγεστάτων τῶν δυσαγεστάτων τῶν δυσαγεστάτων
      δοτική τοῖς δυσαγεστάτοις ταῖς δυσαγεστάταις τοῖς δυσαγεστάτοις
    αιτιατική τοὺς δυσαγεστάτους τὰς δυσαγεστάτᾱς τὰ δυσαγέστατ
     κλητική ! δυσαγέστατοι δυσαγέσταται δυσαγέστατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσαγεστάτω τὼ δυσαγεστάτ τὼ δυσαγεστάτω
      γεν-δοτ τοῖν δυσαγεστάτοιν τοῖν δυσαγεστάταιν τοῖν δυσαγεστάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαγέστατος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσαγέστατος

  • (ελληνιστική κοινή) υπερθετικός βαθμός του δυσαγής
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ωριγένης, Contra Celsum, 7.62 @scaife.perseus
    οὐδὲ γὰρ Σκύθαι τοῦτο οὐδὲ Λιβύων οἱ Νομάδες οὐδὲ Σῆρες οἱ ἄθεοι οὐδ ἄλλα ἔθνη τὰ δυσαγέστατα καὶ ἀνομώτατα. ὅτι δὲ καὶ Πέρσαι οὕτως νομίζουσιν.
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ωριγένης, Contra Celsum, 7.63, p. 739 @scaife.perseus
    καὶ ἄλλα ἔθνη δυσαγέστατα καὶ ἀνομώτατα ἀλλὰ καὶ Πέρσαι οὐκ ἀνέχονται νεὼς ὁρῶντες καὶ βωμοὺς καὶ ἀγάλματα, οὐ παρὰ τοῦτο ἴσον ἐστὶ τὸ μὴ ἀνέχεσθαι τούτων ἐκείνους τῷ καὶ ἡμᾶς μὴ ἀνέχεσθαι αὐτῶν.