δυσαγέστατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσαγέστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδυσαγέστατος
- (ελληνιστική κοινή) υπερθετικός βαθμός του δυσαγής
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ωριγένης, Contra Celsum, 7.62 @scaife.perseus
- οὐδὲ γὰρ Σκύθαι τοῦτο οὐδὲ Λιβύων οἱ Νομάδες οὐδὲ Σῆρες οἱ ἄθεοι οὐδ ἄλλα ἔθνη τὰ δυσαγέστατα καὶ ἀνομώτατα. ὅτι δὲ καὶ Πέρσαι οὕτως νομίζουσιν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ωριγένης, Contra Celsum, 7.63, p. 739 @scaife.perseus
- καὶ ἄλλα ἔθνη δυσαγέστατα καὶ ἀνομώτατα ἀλλὰ καὶ Πέρσαι οὐκ ἀνέχονται νεὼς ὁρῶντες καὶ βωμοὺς καὶ ἀγάλματα, οὐ παρὰ τοῦτο ἴσον ἐστὶ τὸ μὴ ἀνέχεσθαι τούτων ἐκείνους τῷ καὶ ἡμᾶς μὴ ἀνέχεσθαι αὐτῶν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ωριγένης, Contra Celsum, 7.62 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- δυσαγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.