δράγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δράγμα | τα | δράγματα |
γενική | του | δράγματος | των | δραγμάτων |
αιτιατική | το | δράγμα | τα | δράγματα |
κλητική | δράγμα | δράγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δράγμα < αρχαία ελληνική δράγμα < δράσσομαι / δράττομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδράγμα ουδέτερο