δοξαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δοξαράς | οι | δοξαράδες |
γενική | του | δοξαρά | των | δοξαράδων |
αιτιατική | τον | δοξαρά | τους | δοξαράδες |
κλητική | δοξαρά | δοξαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ksaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δο‐ξα‐ράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοξαράς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Δοξαράς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοξαράς
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδοξαράς αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- δοξαράς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].