δολωνίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δολωνίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δολωνίδα θηλυκό
- (σπάνιο) τετράγωνο αφαιρετό ιστίο, που στις μπρατσέρες τοποθετείται πάνω από τα ψαθωτά[1]
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δολωνίδα
|