Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολωνίδα οι δολωνίδες
      γενική της δολωνίδας των δολωνίδων
    αιτιατική τη δολωνίδα τις δολωνίδες
     κλητική δολωνίδα δολωνίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δολωνίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δολωνίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Νεώτερον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν, τόμ. ΣΤ΄ (Αθήνα: «Ήλιος», χ.χ.έ. [≈1956]), σ. 159.