κοντραμετζάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοντραμετζάνα | οι | κοντραμετζάνες |
γενική | της | κοντραμετζάνας | — | |
αιτιατική | την | κοντραμετζάνα | τις | κοντραμετζάνες |
κλητική | κοντραμετζάνα | κοντραμετζάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντραμετζάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική contramezzana
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντραμετζάνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντραμετζάνα
|