διψυχία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διψυχία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῐψῡχίᾱ
Ουσιαστικό επεξεργασία
διψυχία θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
δῐψῡχῐᾱ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | διψυχίᾱ | αἱ | διψυχίαι | ||||
γενική | τῆς | διψυχίᾱς | τῶν | διψυχιῶν | ||||
δοτική | τῇ | διψυχίᾳ | ταῖς | διψυχίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | διψυχίᾱν | τὰς | διψυχίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | διψυχίᾱ | διψυχίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διψυχίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | διψυχίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δῐψῡχίᾱ, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- αμφιβολία, δισταγμός, αβεβαιότητα
- ※ 1ος↓ αιώνας Πάπας Κλήμης Α΄, Πρὸς Κορινθίους Β΄, ιθ΄
- ἐνίοτε γὰρ πονηρὰ πράσσοντες οὐ γινώσκομεν διὰ τὴν διψυχίαν καὶ ἀπιστίαν τὴν ἐνοῦσαν ἐν τοῖς στήθεσιν ἡμῶν, καὶ ἐσκοτίσμεθα τὴν διάνοιαν ὑπὸ τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ματαίων.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἀπόκρυφα, Ὁ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, ιε΄
- οὗτοί εἰσιν οἱ πεπιστευκότες μέν, ἀπὸ δὲ τῆς διψυχίας αὐτῶν ἀφίουσιν τὴν ὁδὸν αὐτῶν τὴν ἀληθινήν
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἀπόκρυφα, Ὁ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, ιη΄
- ἀλλ’ αἱ διψυχίαι ὑμῶν ἀσυνέτους ὑμᾶς ποιοῦσιν καὶ τὸ μὴ ἔχειν τὴν καρδίαν ὑμῶν πρὸς τὸν κύριον.
- ※ 1ος↓ αιώνας Πάπας Κλήμης Α΄, Πρὸς Κορινθίους Β΄, ιθ΄
- (στον Ησύχιο) → δείτε τη λέξη ἀπορία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διψυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.