διχοψηφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διχοψηφία | αἱ | διχοψηφίαι | ||||
γενική | τῆς | διχοψηφίας | τῶν | διχοψηφιῶν | ||||
δοτική | τῇ | διχοψηφίᾳ | ταῖς | διχοψηφίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | διχοψηφίαν | τὰς | διχοψηφίας | ||||
κλητική ὦ! | διχοψηφία | διχοψηφίαι | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.xo.psiˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐χο‐ψη‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιχοψηφία θηλυκό
- (νομικός όρος) κατάσταση κατά την οποία δεν υπάρχει ομοφωνία σε ψηφοφορία
- ※ Ἂν τύχῃ διχοψηφία, οἱ αἰρετοὶ κριταὶ ἐκλέγουν ἐκ συμφώνου τὸν τρίτον.
- Απόφαση Αρ. 12.478, Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, Έτος Δ΄, αρ. 40, 25 Μαΐου 1829
- ※ Ἡ διχοψηφία δηλοῦται παρὰ τῶν διαιτητῶν κατὰ πάντα τρόπον, μὴ ὁρίζοντος τρόπον τινὰ τοῦ νόμου, ἀλλὰ καλὸν εἶναι νὰ γίνηται ἐγγράφως καὶ δι’ ἀποφάσεως ἐνίοτε.
- Ν. Ιωαννίδης, Ευρετήριον της Ελληνικής Νομολογίας, Αθήνα, 1861, σελ. 299
- ※ Ἐν διχοψηφίᾳ κρατεῖ ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων τῆς μειοψηφίας καταχωριζομένης εἰς τὰ πρακτικά.
- Άρθρο 184, Κώδικας Δικαστικών Λειτουργών, 24 Σεπτεμβρίου 1971
- ※ Ἂν τύχῃ διχοψηφία, οἱ αἰρετοὶ κριταὶ ἐκλέγουν ἐκ συμφώνου τὸν τρίτον.